Μια δυνατή φωνή ξύπνησε την γιαγιά από το λήθαργό της… θόρυβος ..φωνή..ούτε κι εκείνη κατάλαβε καλά καλά. Και άρχισε να ψάχνει την εγγόνα της για να δει τι ήταν αυτός ο περίεργος ήχος που την έβγαλε πάλι από το βαρύ της λήθαργο. Πουθενά όμως το κορίτσι..άρχισε λοιπόν να παραμιλάει.
Γιαγιά: Τι είναι αυτός το βουητό… ποιος πάλι μου χαλάει τον ύπνο μου…
Γυρνάει γύρω γύρω το βλέμμα της και τι να δει..ήταν το καλάμι του εγγονού του παππού που είχε πλέον μείνει από καύσιμα.. και έκανε ένα βουητό ένα χαμό και μετά ακούστηκε ο δυνατός κρότος… πέσιμο ήταν ..κραυγή ..δεν κατάλαβε..
Γιαγιά: Αχ πάλι αυτός ο αθεόφοβος μου χαλάει τον ύπνο και δεν με αφήνει στην ησυχία μου… καλά τον είχα ξεχάσει και αυτόν και την μαυρισμένη του ψυχή… άραγε τι να έπαθε από το πέσιμο..αλλά δεν χολοσκώ γιατί αυτός είναι συνηθισμένος..έχει περάσει και άλλα ατυχήματα αλλά πάντα την έβγαζε καθαρή… επειδή ήταν εν ευθυμία τότε σε αντίθεση με τώρα που ήταν εν δυστυχία. Αυτό όμως το πέσιμο ήταν δυνατό και κυρίως πόνεσε στην ψυχή του και όχι τόσο στο κορμί του.
Ζαλισμένος έτσι όπως ήταν από το πέσιμο άρχισε να παραμιλάει και να βογκεί. Τελικά ο θόρυβος που ξύπνησε την γιαγιά ήταν το βογγητό του. Ένα βογγητό βγαλμένο από τα εσώψυχα της χιλιοταλαιπωρημένης του ψυχής που έχει γεμίσει τόσα χρόνια τα χίλια μύρια. Ενοχές, τύψεις, καταθλίψεις, αυταπάτες, σκαμπανεβάσματα και κυρίως μοναξιά. Μοναξιά εξουσίας και κατάχρησης του πόνου του άλλου.
Γιαγιά: Δεν τον συμπονώ , αυτός το επέλεξε να είναι λαβωμένος, και μόνος. Και στο επόμενο πέσιμό του δεν θα ξυπνήσω εγώ αλλά αυτός!
(το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα)